- φιλογερμανικός
- (I)-ή, -όν, Αο πιστός στον Γερμανικό, Ρωμαίο αυτοκράτορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Γερμανικός].————————(II)-ή, -ό, Ναυτός που αγαπά τη Γερμανία, τους Γερμανούς και καθετί το γερμανικό, γερμανόφιλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + γερμανικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.